ἐπισμύγερος

ἐπισμύγερος
ἐπισμύγερος
See also: s. σμυγερός.
Page in Frisk: 1,542

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επισμυγερός — ἐπισμυγερός, ά, όν (Α) οικτρός, ελεεινός (α. «πάρ’ δ’ Ἀχλὺς εἱστήκει ἐπισμυγερή καὶ αἰνή», Ησίοδ. β. «ἐπιομυγερή αἶσα», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σμυγερός «οδυνηρός, λυπηρός»] …   Dictionary of Greek

  • ἐπισμυγερή — ἐπισμυγερός gloomy fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισμυγερῶς — ἐπισμυγερός gloomy adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”