- ἐπισμύγερος
- ἐπισμύγεροςSee also: s. σμυγερός.Page in Frisk: 1,542
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
επισμυγερός — ἐπισμυγερός, ά, όν (Α) οικτρός, ελεεινός (α. «πάρ’ δ’ Ἀχλὺς εἱστήκει ἐπισμυγερή καὶ αἰνή», Ησίοδ. β. «ἐπιομυγερή αἶσα», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σμυγερός «οδυνηρός, λυπηρός»] … Dictionary of Greek
ἐπισμυγερή — ἐπισμυγερός gloomy fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισμυγερῶς — ἐπισμυγερός gloomy adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)